- ὀπιδνός
- ὀπιδνός, ή, όν,A dreaded, awful, A.R.2.292 ([comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπιδνός — ὀπιδνός, ή, όν (Α) φοβερός, τρομακτικός, επίφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀπίζομαι (Ι) (< *ὀπίδjομαι < ὄπις) + κατάλ. νός (πρβλ. αλαπαδ νός, τερπ νός)] … Dictionary of Greek
ὀπιδνοτάτη — ὀπιδνός dreaded fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιδνῇ — ὀπιδνός dreaded fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιδνή — ὀπιδνός dreaded fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)